Zawładnąć στα ελληνικά
Μετάφραση: zawładnąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάσχω, καταλαμβάνω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezmierność στα ελληνικά - άπειρο, υπερχείλισης, το άπειρο, τύπου infinity, απείρου
- bielmo στα ελληνικά - καταρράκτης, ενδοσπέρμιο, ενδόσπερμα, ενδοσπερμίου, το ενδοσπέρμιο, του ενδοσπερμίου
- dać στα ελληνικά - ποδοκόπι, συνεισφέρω, πουρμπουάρ, παραδίνω, δίνω, αιχμή, ρεγάλο, ...
- furora στα ελληνικά - παραφορά, σάλο, σάλος, μανία, σάλο που
Τυχαίες λέξεις
Zawładnąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάσχω, καταλαμβάνω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση
Μεταφράσεις: κατάσχω, καταλαμβάνω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση