Zdobyć στα ελληνικά
Μετάφραση: zdobyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατορθώνω, αιχμαλωτίζω, σκοράρω, εικοσαριά, κατακτώ, αιχμαλωσία, προμηθεύομαι, σκορ, απολαβή, επιτυγχάνω, αποκτώ, κέρδος, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deklamacja στα ελληνικά - δημηγορία, απαγγελία
- gibki στα ελληνικά - εύκαμπτος, ευλύγιστος, ευκίνητος, εύκαμπτο, λυγερή, λυγερόκορμος
- gwałt στα ελληνικά - προπηλακίζω, βιασμός, οργή, βία, προσβολή, κράμβη, βιασμού, ...
- improwizator στα ελληνικά - improvisator
Τυχαίες λέξεις
Zdobyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατορθώνω, αιχμαλωτίζω, σκοράρω, εικοσαριά, κατακτώ, αιχμαλωσία, προμηθεύομαι, σκορ, απολαβή, επιτυγχάνω, αποκτώ, κέρδος, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του
Μεταφράσεις: κατορθώνω, αιχμαλωτίζω, σκοράρω, εικοσαριά, κατακτώ, αιχμαλωσία, προμηθεύομαι, σκορ, απολαβή, επιτυγχάνω, αποκτώ, κέρδος, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του