Zdolność στα ελληνικά

Μετάφραση: zdolność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, χωρητικότητα, πρόκριση, εξουσία, κλίση, ικανότητα, ταλέντο, προτέρημα, διεύθυνση, αυθεντία, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Zdolność στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anioł στα ελληνικά - άγγελος, αγγέλου, άγγελο, Ο Angel, αγγέλων
  • antykwaryczny στα ελληνικά - αρχαιολόγος
  • autokataliza στα ελληνικά - αυτοκατάλυση, αυτοκαταλύσεως, της αυτοκαταλύσεως, η αυτοκατάλυση
  • doić στα ελληνικά - αρμέγω, γάλα, γάλακτος, γαλακτοκομικών, το γάλα, του γάλακτος
Τυχαίες λέξεις
Zdolność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, χωρητικότητα, πρόκριση, εξουσία, κλίση, ικανότητα, ταλέντο, προτέρημα, διεύθυνση, αυθεντία, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά