Ικανότητα στα πολωνικά

Μετάφραση: ικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprawność, kompetencja, stosowność, umiejętność, zręczność, biegłość, wprawa, wyrobienie, zdatność, skłonność, tężyzna, możliwość, przydatność, uzdolnienie, siłownia, zdolność, zdolności, Znajomość
Ικανότητα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικανότητα

ικανότητα δικαίου και ικανότητα για δικαιοπραξία, ικανότητα έλξης του αυτοκινήτου, ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων, ικανότητα δικαίου, ικανότητα για δικαιοπραξία, ικανότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, ικανότητα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ικανοποιώ στα πολωνικά - zadowolić, nasycać, zadawalać, napełniać, spełnić, napełnić, upewniać, ...
  • ικανός στα πολωνικά - zdolny, wprawny, pojemny, pomysłowy, mądry, sprytny, doświadczony, ...
  • ικεσία στα πολωνικά - błaganie, suplika, prośba, zastosowanie, suplikacja, supplication
  • ικετεύω στα πολωνικά - wybłagać, żebrać, błagać, zebrać, dopraszać, prosić, beg, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικανότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: sprawność, kompetencja, stosowność, umiejętność, zręczność, biegłość, wprawa, wyrobienie, zdatność, skłonność, tężyzna, możliwość, przydatność, uzdolnienie, siłownia, zdolność, zdolności, Znajomość