Zdumiewać στα ελληνικά
Μετάφραση: zdumiewać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβλακώνω, εκπλήσσω, ξαφνιάζω, αποσβολώνω, καταπλήξουν, καταπλήξει, μαγέψει, εκπλήσσει, εντυπωσιάσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chrząstkowaty στα ελληνικά - χονδρώδης, τραγανή, τραγανό
- drzemka στα ελληνικά - υπνάκος, χνούδι, υπνάκο, ΕΣΔ, ΝΑΡ, NAP
- funt στα ελληνικά - μάντρα, λίμπρα, λίβρα, κοπανίζω, λίρα, λιβρών, λίρας, ...
- gazela στα ελληνικά - γαζέλα, είδος αντιλόπης, γκαζέλλα, γκαζέλα, Gazelle
Τυχαίες λέξεις
Zdumiewać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβλακώνω, εκπλήσσω, ξαφνιάζω, αποσβολώνω, καταπλήξουν, καταπλήξει, μαγέψει, εκπλήσσει, εντυπωσιάσουν
Μεταφράσεις: αποβλακώνω, εκπλήσσω, ξαφνιάζω, αποσβολώνω, καταπλήξουν, καταπλήξει, μαγέψει, εκπλήσσει, εντυπωσιάσουν