Zewrzeć στα ελληνικά

Μετάφραση: zewrzeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολλητός, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Zewrzeć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agencja στα ελληνικά - υπηρεσία, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
  • chałtura στα ελληνικά - σβούρα, συναυλία, gig, την παράσταση στον, παράσταση στον
  • druty στα ελληνικά - σύρματα, καλώδια, συρμάτων, καλωδίων, τα καλώδια
  • holownik στα ελληνικά - τράβηγμα, στουπί, ρυμουλκώ, ρυμουλκό, ρυμουλκού, ρυμουλκά, ρυμουλκών, ...
Τυχαίες λέξεις
Zewrzeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολλητός, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής