Zgrzytać στα ελληνικά
Μετάφραση: zgrzytać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιώνω, ράσπα, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezużyteczny στα ελληνικά - άκαρπος, ανωφελής, άγονος, στείρος, άχρηστος, άχρηστο, άχρηστα, ...
- chytry στα ελληνικά - ύπουλος, ευφυής, πανέξυπνος, τετραπέρατος, μισθοφόρος, πανουργία, μισθοφορικός, ...
- instrukcja στα ελληνικά - δήλωση, κατάσταση, εγχειρίδιο, εντολή, οδηγία, οδηγίες, οδηγιών, ...
Τυχαίες λέξεις
Zgrzytać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιώνω, ράσπα, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind
Μεταφράσεις: λιώνω, ράσπα, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind