Zmęczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: zmęczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νεφρίτης, εξαντλώ, εξάτμιση, κουράζω, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό
Μεταφράσεις
- celebracja στα ελληνικά - εορτασμός, εορτή, γιορτή, εορτασμό, εορτασμού, γιορτής
- drożdże στα ελληνικά - ζύμη, ζύμης, ζυμομύκητα, μαγιά, ζυμομυκήτων
- erotycznie στα ελληνικά - ερωτικά, ερωτικού, ερωτικό, ερωτικά τους, ερωτικά και της ρίχτηκε
- fluorescencyjny στα ελληνικά - φθορίζων, φθορισμού, φθορίζουσα, φθορίζον, φθορίζοντα
Τυχαίες λέξεις
Zmęczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νεφρίτης, εξαντλώ, εξάτμιση, κουράζω, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό
Μεταφράσεις: νεφρίτης, εξαντλώ, εξάτμιση, κουράζω, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό