Zmniejszyć στα ελληνικά
Μετάφραση: zmniejszyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβραδύνω, κοπάζω, μείωση, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω, ανακουφίζω, καταπραΰνω, μειώσει, να μειώσει, μειώσουν, μειώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bierzmować στα ελληνικά - επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω
- deklarować στα ελληνικά - δηλώνω, δηλώνουν, δηλώσει, κηρύξει, να αναγνωρίσει
- generalny στα ελληνικά - στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
- hospitacja στα ελληνικά - επιθεώρηση, παρατήρηση, Παρατηρήσεων, Παρατηρήσεων σχετικά, παρακολούθηση, Παρατήρησης
Τυχαίες λέξεις
Zmniejszyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβραδύνω, κοπάζω, μείωση, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω, ανακουφίζω, καταπραΰνω, μειώσει, να μειώσει, μειώσουν, μειώνουν
Μεταφράσεις: επιβραδύνω, κοπάζω, μείωση, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω, ανακουφίζω, καταπραΰνω, μειώσει, να μειώσει, μειώσουν, μειώνουν