Znakować στα ελληνικά
Μετάφραση: znakować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στιγματίζω, σφραγίδα, μάρκα, μεμβράνη πολυγράφου, πολυγραφώ, stencil, στένσιλ, πολυγράφο
Μεταφράσεις
- algebraiczny στα ελληνικά - αλγεβρικός, αλγεβρικό, αλγεβρική, αλγεβρικών, αλγεβρικές
- atomista στα ελληνικά - ατομιστική, ατομιστικής, την ατομιστική
- czeladź στα ελληνικά - υπηρέτρια, υπηρέτης, ακολουθία, την ακολουθία, της συνοδείας, μακρά ακολουθία, ακολουθία που όμοιά
- europ στα ελληνικά - ευρώπιο, ευρωπίου, του ευρωπίου, το ευρώπιο, με ευρώπιο
Τυχαίες λέξεις
Znakować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στιγματίζω, σφραγίδα, μάρκα, μεμβράνη πολυγράφου, πολυγραφώ, stencil, στένσιλ, πολυγράφο
Μεταφράσεις: στιγματίζω, σφραγίδα, μάρκα, μεμβράνη πολυγράφου, πολυγραφώ, stencil, στένσιλ, πολυγράφο