Zniweczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: zniweczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απογοητεύω, ανατρέπω, καταστρέφω, εκμηδενίζω, ματαιώσει, ματαιώσουν, ματαίωση, εμποδίσει, οδηγήσουν σε ματαίωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apteczny στα ελληνικά - φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής
- baran στα ελληνικά - βλάκας, εμβολίζω, κριάρι, κριός, έμβολο, RAM, μνήμη RAM
- dogłębny στα ελληνικά - εξονυχιστικός, λεπτομερής, βαθύς, βαθιά, βαθιές, βαθύ, έντονη
- dziwność στα ελληνικά - αλλόκοτος, παραξενιά, αδερφή, ιδιορρυθμία, παράξενος, μοναδικότητα, παραδοξότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Zniweczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απογοητεύω, ανατρέπω, καταστρέφω, εκμηδενίζω, ματαιώσει, ματαιώσουν, ματαίωση, εμποδίσει, οδηγήσουν σε ματαίωση
Μεταφράσεις: απογοητεύω, ανατρέπω, καταστρέφω, εκμηδενίζω, ματαιώσει, ματαιώσουν, ματαίωση, εμποδίσει, οδηγήσουν σε ματαίωση