Zużycie στα ελληνικά
Μετάφραση: zużycie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φθίση, φορώ, τριβή, κατανάλωση, χρήση, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antyfraza στα ελληνικά - την αντίφαση
- diabeł στα ελληνικά - διάβολος, διάβολο, διαβόλου, του διαβόλου, ο διάβολος
- dziwa στα ελληνικά - αλλόκοτος, αδερφή, παράξενος, θαύματα, αναρωτιέται, αξιοθέατα, διερωτάται, ...
- gorszący στα ελληνικά - συγκλονιστικός, συγκλονιστικό, συγκλονιστική, συγκλονιστικά, συγκλονιστικές
Τυχαίες λέξεις
Zużycie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φθίση, φορώ, τριβή, κατανάλωση, χρήση, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Μεταφράσεις: φθίση, φορώ, τριβή, κατανάλωση, χρήση, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν