Λέξη: υποκοριστικός
Μεταφράσεις: υποκοριστικός
υποκοριστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
diminutive, ypokoristikos
υποκοριστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diminuto, diminutivo, ypokoristikos
υποκοριστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zierlich, winzig, verkleinernd, ypokoristikos
υποκοριστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
diminutif, minuscule, petit, ypokoristikos
υποκοριστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
minuscolo, diminutivo, ypokoristikos
υποκοριστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pequeno, diminua, ypokoristikos
υποκοριστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
min, minuscuul, luttel, karig, gering, klein, ypokoristikos
υποκοριστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
карликовый, крохотный, уменьшительный, маленький, миниатюрный, ypokoristikos
υποκοριστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ypokoristikos
υποκοριστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ypokoristikos
υποκοριστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pikkuinen, ypokoristikos
υποκοριστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ypokoristikos
υποκοριστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdrobnělina, deminutivum, titěrný, deminutivní, maličký, ypokoristikos
υποκοριστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dorodny, miniaturowy, zdrobniały, zdrobnienie, ypokoristikos
υποκοριστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pöttöm, ypokoristikos
υποκοριστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
minicik, ypokoristikos
υποκοριστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мініатюрний, ypokoristikos
υποκοριστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ypokoristikos
υποκοριστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ypokoristikos
υποκοριστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ypokoristikos
υποκοριστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
miniatuurne, deminutiiv, tilluke, ypokoristikos
υποκοριστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ypokoristikos
υποκοριστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ypokoristikos
υποκοριστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ypokoristikos
υποκοριστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
niecīgs, sīks, ypokoristikos
υποκοριστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ypokoristikos
υποκοριστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ypokoristikos
υποκοριστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ypokoristikos
υποκοριστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
maličký, ypokoristikos
Τυχαίες λέξεις