Zwęszyć στα ελληνικά

Μετάφραση: zwęszyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άρωμα, μυρωδιά, οσμή, ευωδία, το άρωμα, μυρωδιάς
Zwęszyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezpardonowy στα ελληνικά - άσπλαχνος, αδίστακτος, ανελέητος, ανηλεής, αδίστακτη, αδίστακτο, ανελέητη
  • biurowy στα ελληνικά - γραφειοκρατικός, του, από, της, των
  • brojler στα ελληνικά - σχάρα, κρεατοπαραγωγής, κοτόπουλων κρεατοπαραγωγής, πάχυνσης, ψήσιμο
Τυχαίες λέξεις
Zwęszyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άρωμα, μυρωδιά, οσμή, ευωδία, το άρωμα, μυρωδιάς