Zwiększanie στα ελληνικά
Μετάφραση: zwiększanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνω, αύξηση, εξάπλωση, διαστολή, αυξανόμενη, αυξάνοντας, αύξηση της, την αύξηση
Μεταφράσεις
- aha στα ελληνικά - yep, Ναι, Το Yep
- drukarz στα ελληνικά - τυπογράφος, εκτυπωτής, εκτυπωτή, του εκτυπωτή, τον εκτυπωτή, εκτυπωτών
- fałdować στα ελληνικά - ζάρωμα, πτυχή, πιέτα, ζάρα, pucker, σούφρωμα
Τυχαίες λέξεις
Zwiększanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνω, αύξηση, εξάπλωση, διαστολή, αυξανόμενη, αυξάνοντας, αύξηση της, την αύξηση
Μεταφράσεις: αυξάνω, αύξηση, εξάπλωση, διαστολή, αυξανόμενη, αυξάνοντας, αύξηση της, την αύξηση