Zwiększyć στα ελληνικά

Μετάφραση: zwiększyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αύξηση, αυξάνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Zwiększyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bąkać στα ελληνικά - μουρμουρίζω, χείλος, χείλους, χείλη, χειλιών, lip
  • hafciarz στα ελληνικά - ράπτων, stitcher, συρραπτικό, ράχης, μηχανής ραφής
  • impulsywny στα ελληνικά - ορμέμφυτος, παρορμητικός, παρορμητική, παρορμητικές, παρορμητικά, παρορμητικό
Τυχαίες λέξεις
Zwiększyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αύξηση, αυξάνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει