Zwyciężyć στα ελληνικά
Μετάφραση: zwyciężyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταβάλλω, κερδίζω, κατανικώ, νικώ, κατακτώ, υπερνικώ, νίκη, Κέρδισε, Win, Κέρδισε τις, κερδίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alternatywa στα ελληνικά - εναλλαγή, επιλογή, εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
- dookreślenie στα ελληνικά - αποσαφήνιση, διευκρίνιση, διασαφήνιση, διευκρινίζοντας, αποσαφηνίζοντας
- hasz στα ελληνικά - χασίσι, hash, κατακερματισμού, κατατεμαχισμού, δίεσης
- herold στα ελληνικά - κήρυκας, κήρηξ, κηρύσσω, αγγέλλω, Herald, κήρυκα
Τυχαίες λέξεις
Zwyciężyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταβάλλω, κερδίζω, κατανικώ, νικώ, κατακτώ, υπερνικώ, νίκη, Κέρδισε, Win, Κέρδισε τις, κερδίζει
Μεταφράσεις: καταβάλλω, κερδίζω, κατανικώ, νικώ, κατακτώ, υπερνικώ, νίκη, Κέρδισε, Win, Κέρδισε τις, κερδίζει