Zwykle στα ελληνικά
Μετάφραση: zwykle, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινά, γενικά, κανονικά, κοινώς, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doprosić στα ελληνικά - ζητούν, ζητήσει, να ζητούν, υποκίνηση, επιδίωξη
- esperantysta στα ελληνικά - εσπεραντιστή
- gnojowisko στα ελληνικά - σωρός κοπριάς
- grawimetryczny στα ελληνικά - σταθμική, σταθμικής, βαρυμετρική, βαρυμετρικό, βαρομετρική
Τυχαίες λέξεις
Zwykle στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινά, γενικά, κανονικά, κοινώς, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
Μεταφράσεις: κοινά, γενικά, κανονικά, κοινώς, συνήθως, που συνήθως, κανόνα