Abalo στα ελληνικά

Μετάφραση: abalo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναίσθημα, στοργή, τρυφερότητα, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Abalo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abalançar στα ελληνικά - κούνια, ρήμα, βιασύνη, στροβιλίζομαι, ορμή, κορμοστασιά, τόλμη, ...
  • abalar στα ελληνικά - αρχή, ξεκίνημα, αρχίζω, ξεκινώ, κουνώ, κινώ, περιθώριο, ...
  • abanar στα ελληνικά - αέρας, κουνώ, λιχνίζω, ανεμιστήρας, σαλεύω, διαχειμάζω, χειμώνας, ...
  • abandonar στα ελληνικά - εγκαταλείπω, παρατάω, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
Τυχαίες λέξεις
Abalo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναίσθημα, στοργή, τρυφερότητα, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock