Absorvente στα ελληνικά
Μετάφραση: absorvente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορροφητικός, απορροφητικό, απορροφητικού, απορροφητικά, απορροφητική, απορροφητικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absolver στα ελληνικά - απαλλάσσω, αθωώνω, απαλλάσσει, απαλλάξει, απαλλάξουν, απαλλάσσουν
- absolvição στα ελληνικά - ύφεση, άφεση, αθώωση, απόφεση, συγνώμη, άφεση αμαρτιών
- abster στα ελληνικά - απέχω, απέχουν, απόσχει, απόσχουν, απόσχουμε
- abster-se στα ελληνικά - απέχω, αποφεύγουν, απέχουν, απόσχουν, να μην, να απέχουν
Τυχαίες λέξεις
Absorvente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορροφητικός, απορροφητικό, απορροφητικού, απορροφητικά, απορροφητική, απορροφητικών
Μεταφράσεις: απορροφητικός, απορροφητικό, απορροφητικού, απορροφητικά, απορροφητική, απορροφητικών