Απορροφητικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απορροφητικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
absorvente, absorventes, absorvente de, absorção
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απορροφητικός
απορροφητικός λάκκος, απορροφητικός βόθρος, απορροφητικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απορροφητικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απορρίμματα στα πορτογαλικά - lixo, de lixo, lixeira, o lixo, trash
- απορρίπτω στα πορτογαλικά - descartar, rejeição, indeferir, rechaçar, disco, recusar, descarte, ...
- απορροφώ στα πορτογαλικά - embeber, ocupar, açambarcar, absorver, redige, engross
- απορρόφηση στα πορτογαλικά - ambição, assimilação, absorção, de absorção, absorção de, a absorção, absor�o
Τυχαίες λέξεις
Απορροφητικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: absorvente, absorventes, absorvente de, absorção
Μεταφράσεις: absorvente, absorventes, absorvente de, absorção