Abundante στα ελληνικά
Μετάφραση: abundante, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτεταμένος, άφθονα, άφθονος, διεξοδικός, άφθονη, άφθονο, πλούσια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abstémio στα ελληνικά - λιτός, εγκρατής, φειδωλός, εγκρατείς, λιτές, abstemious
- absurdo στα ελληνικά - περίγελος, ανοησίες, γελοίος, γελοιότητα, παράλογος, μεσημέρι, βλακείες, ...
- abundar στα ελληνικά - αφθονούν, βρίθουν, αφθονεί
- abundância στα ελληνικά - συρροή, αφθονία, αφθονίας, πληθώρα, την αφθονία, η αφθονία
Τυχαίες λέξεις
Abundante στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτεταμένος, άφθονα, άφθονος, διεξοδικός, άφθονη, άφθονο, πλούσια
Μεταφράσεις: εκτεταμένος, άφθονα, άφθονος, διεξοδικός, άφθονη, άφθονο, πλούσια