Εκτεταμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εκτεταμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lauto, extenso, copioso, abundante, basto, amplo, extensivo, extensão, espaçoso, grande, extensa, vasta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκτεταμένος
εκτεταμένος αλγόριθμος του ευκλείδη, εκτεταμένοσ έλεγχοσ τησ διεύθυνσησ ip κατά την συνεδρία, εκτεταμένος βικιλεξικο, εκτεταμένοσ συνώνυμα, εκτεταμένος συνώνυμο, εκτεταμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκτεταμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εκτελώ στα πορτογαλικά - formar, aparecer, perfeição, actuar, desculpe, fazer, execute, ...
- εκτεταμένα στα πορτογαλικά - extensivamente, amplamente, extensamente, exaustivamente, bastante
- εκτιμητής στα πορτογαλικά - estimador, estimador de, estimator, avaliador, estimatriz
- εκτιμώ στα πορτογαλικά - taxar, apreciar, apreçar, valor, caro, valorizar, avaliar, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκτεταμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: lauto, extenso, copioso, abundante, basto, amplo, extensivo, extensão, espaçoso, grande, extensa, vasta
Μεταφράσεις: lauto, extenso, copioso, abundante, basto, amplo, extensivo, extensão, espaçoso, grande, extensa, vasta