Aceder στα ελληνικά

Μετάφραση: aceder, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδέχομαι, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
Aceder στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acautelar στα ελληνικά - περίσκεψη, εικασία, μαντεύω, προειδοποίηση, συνιστώ, φυλάω, φρουρά, ...
  • accionista στα ελληνικά - μέτοχος, καρχαρίας, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
  • aceitador στα ελληνικά - αποδέκτης, δέκτη, αποδέκτη, δέκτης, δέκτου
  • aceitar στα ελληνικά - πρόσφατος, λαμβάνω, παίρνω, έχε, δέχομαι, αποδέχομαι, έχω, ...
Τυχαίες λέξεις
Aceder στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση