Acentuar στα ελληνικά
Μετάφραση: acentuar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρες, τονίζω, άγχος, τόνος, επιτείνει, τονίσουν, οξύνει, τονίζουν, οξύνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aceno στα ελληνικά - ανέχομαι, βαθμός, ταμπέλα, χειρονομία, σήμα, σημειώνω, πίνακας, ...
- acento στα ελληνικά - τόνος, προφορά, έμφαση, έμφασης, τόνο, ανάδειξης
- acepipe στα ελληνικά - κέρασμα, μεταχειρίζομαι, κερνώ, λεπτότητα, θεραπεύω, λιχουδιά, έδεσμα, ...
- acerar στα ελληνικά - ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Τυχαίες λέξεις
Acentuar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρες, τονίζω, άγχος, τόνος, επιτείνει, τονίσουν, οξύνει, τονίζουν, οξύνουν
Μεταφράσεις: στρες, τονίζω, άγχος, τόνος, επιτείνει, τονίσουν, οξύνει, τονίζουν, οξύνουν