Τονίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: τονίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fortificar, recalcar, acentuar, salientar, pressão, força, esforçar, reforçar, stress, enfatizar, sublinhar, estresse, tensão, o estresse, esforço, o stress
Τονίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τονίζω

τονίζω συνώνυμα, τονίζω in english, τονίζω τις λέξεις, τονίζω translation, τονίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τονίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • τομή στα πορτογαλικά - divisão, secção, compartimento, secretária, especialidade, seção, seção de, ...
  • τον στα πορτογαλικά - lhe, ele, monte, colina, o, a, do, ...
  • τονωτικός στα πορτογαλικά - tônico, tónico, tônica, tónica, tonic
  • τοξικός στα πορτογαλικά - tóxico, tóxicos, tóxica, tóxicas, toxic
Τυχαίες λέξεις
Τονίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fortificar, recalcar, acentuar, salientar, pressão, força, esforçar, reforçar, stress, enfatizar, sublinhar, estresse, tensão, o estresse, esforço, o stress