Στρες στα πορτογαλικά

Μετάφραση: στρες, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fortificar, pressão, recalcar, sublinhar, esforçar, reforçar, força, acentuar, stress, estresse, tensão, o estresse, esforço, o stress
Στρες στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρες

στρες και αρρυθμιες, στρες και ανοσοποιητικο, στρες και εντερο, στρες συνωνυμα, στρες αγχος συμπτωματα, στρες λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στρες στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • στρατώνας στα πορτογαλικά - quartel, caserna, Barrack, barraca, a caserna
  • στρεβλώνω στα πορτογαλικά - torção, toque, reviravolta, torcer, de torção
  • στριγγλίζω στα πορτογαλικά - berrar, grito, vagão, lamento, fermento, guinchou
  • στριγκλίζω στα πορτογαλικά - gritar, fermento, bradar, berrar, grito, riscar, guincho, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρες στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fortificar, pressão, recalcar, sublinhar, esforçar, reforçar, força, acentuar, stress, estresse, tensão, o estresse, esforço, o stress