Acirrar στα ελληνικά

Μετάφραση: acirrar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ροπή, τάση, παρακινώ, intensify
Acirrar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acidez στα ελληνικά - ξινός, οξύτητα, οξύτητας, την οξύτητα, της οξύτητας, η οξύτητα
  • acima στα ελληνικά - κάποτε, άνω, εφάπαξ, πάνω από, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω
  • aclamar στα ελληνικά - επικροτώ, επιδοκιμάζω, επευφημώ, αναγνώριση, acclaim, επευφημίες
  • aclarar στα ελληνικά - αποσαφηνίζω, ελευθερώνω, διαφεύγω, εξήγηση, διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαυγής, ...
Τυχαίες λέξεις
Acirrar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ροπή, τάση, παρακινώ, intensify