Aconselhar στα ελληνικά

Μετάφραση: aconselhar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καμαρίλα, κατεύθυνση, καθοδήγηση, χειραγωγία, συμβουλεύω, συνιστώ, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
Aconselhar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aconchegar στα ελληνικά - πτυχή, καταφύγιο, περίβλημα, χώνω, προστατεύω, πιέτα, ασπίδα, ...
  • acondicionar στα ελληνικά - κατάσταση, πάθηση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος
  • aconselhável στα ελληνικά - συνετός, συνετό, καλό, σκόπιμο, συνιστάται, ενδεδειγμένο, σκόπιμη
  • acontecer στα ελληνικά - παίρνω, γίνομαι, αυξάνομαι, μεγαλώνω, πηγαίνω, συμβαίνω, αποκτώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Aconselhar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καμαρίλα, κατεύθυνση, καθοδήγηση, χειραγωγία, συμβουλεύω, συνιστώ, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε