Acre στα ελληνικά

Μετάφραση: acre, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μυτερός, οξύς, έντονος, κοφτερός, αιφνίδιος, οξυδερκής, στρέμμα, στρεμμάτων, εκτάριο, στρέμματος
Acre στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acostume στα ελληνικά - εξοικειώνω, εξοικειώνομαι, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
  • acotovelar στα ελληνικά - αγκώνας, αγκώνα, τον αγκώνα, του αγκώνα, αγκώνων
  • acreditar στα ελληνικά - θεωρώ, πιστεύω, βαθύς, κρίνω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, ...
  • acredite στα ελληνικά - εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, πιστεύω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
Τυχαίες λέξεις
Acre στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μυτερός, οξύς, έντονος, κοφτερός, αιφνίδιος, οξυδερκής, στρέμμα, στρεμμάτων, εκτάριο, στρέμματος