Adaptar στα ελληνικά

Μετάφραση: adaptar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασκευάζω, περίοδο, περίοδος, έθιμα, φτιάχνω, τελωνείο, νοστιμίζω, προσαρμόζω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, προσαρμόσουν, προσαρμόζουν
Adaptar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adaga στα ελληνικά - μαχαίρι, στιλέτο, εγχειρίδιο, σταυρό, με σταυρό
  • adaptador στα ελληνικά - προσαρμογέας, προσαρμογέα, μετασχηματιστή, του προσαρμογέα, προσαρμοστή
  • adaptação στα ελληνικά - πρόσφορος, κατάλυμα, προσαρμογή, ρύθμιση, εκδοχή, τύπος, στέγαση, ...
  • adapte στα ελληνικά - προσαρμόζω, διασκευάζω, κοστούμια, στολές, ταιριάζει, κουστούμια, τα κοστούμια
Τυχαίες λέξεις
Adaptar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασκευάζω, περίοδο, περίοδος, έθιμα, φτιάχνω, τελωνείο, νοστιμίζω, προσαρμόζω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, προσαρμόσουν, προσαρμόζουν