Adjacente στα ελληνικά
Μετάφραση: adjacente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλανός, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adivinhação στα ελληνικά - μυστήριο, κοσκινίζω, αίνιγμα, απόρρητος, γρίφος, μυστικό, μυστικός, ...
- adição στα ελληνικά - συν, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
- adjectivo στα ελληνικά - επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
- administrador στα ελληνικά - διαχειριστής, διαχειριστή, διαχειριστή του, το διαχειριστή, διαχειριστής του
Τυχαίες λέξεις
Adjacente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλανός, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα
Μεταφράσεις: διπλανός, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα