Adulterar στα ελληνικά
Μετάφραση: adulterar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κακομαθαίνω, χαλώ, αλλοιώνω, νοθεύω, παραχαϊδεύω, πειράζετε, πειράξετε, να παρέμβει, παρέμβει, παραποίησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adubar στα ελληνικά - περίοδος, καθίζω, κάθισμα, περίοδο, νοστιμίζω, λιπαίνω, γονιμοποιήσει, ...
- adubos στα ελληνικά - κοπριά, λιπάσματα, λιπασμάτων, τα λιπάσματα, λιπάσματα που, λιπασμάτων που
- adulto στα ελληνικά - ενήλικος, ενήλικας, μεγαλώσει, μεγάλωσε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, μεγάλωσαν
- adultos στα ελληνικά - ενήλικος, ενήλικας, ενήλικες, μεγάλους, οι ενήλικες, αυξημένο UPS
Τυχαίες λέξεις
Adulterar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κακομαθαίνω, χαλώ, αλλοιώνω, νοθεύω, παραχαϊδεύω, πειράζετε, πειράξετε, να παρέμβει, παρέμβει, παραποίησης
Μεταφράσεις: κακομαθαίνω, χαλώ, αλλοιώνω, νοθεύω, παραχαϊδεύω, πειράζετε, πειράξετε, να παρέμβει, παρέμβει, παραποίησης