Afeição στα ελληνικά
Μετάφραση: afeição, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοργή, τρυφερότητα, φιλία, αγάπη, την αγάπη, αγάπης, στοργής
Μεταφράσεις
- afectar στα ελληνικά - επηρεάζω, παριστάνω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
- afecção στα ελληνικά - τρυφερότητα, στοργή, κατάσταση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος
- aferir στα ελληνικά - έρευνα, μελέτη, επιζώ, ανασκόπηση, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ...
- aferrar στα ελληνικά - πόα, συλλαμβάνω, πιάνω, σφίγγω, χόρτο, καταδότης, πιάσιμο, ...
Τυχαίες λέξεις
Afeição στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοργή, τρυφερότητα, φιλία, αγάπη, την αγάπη, αγάπης, στοργής
Μεταφράσεις: στοργή, τρυφερότητα, φιλία, αγάπη, την αγάπη, αγάπης, στοργής