Afiançar στα ελληνικά

Μετάφραση: afiançar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένταλμα, εχέγγυο, εγγύηση, αντίκρισμα, εγγυώμαι, διάσωσης, διάσωση, bail, αποφυλάκιση με εγγύηση
Afiançar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aferroar στα ελληνικά - μαζεύω, συλλέγω, κασμάς, τσίμπημα, κεντρί, τσιμπήματος, τσούξιμο, ...
  • afiado στα ελληνικά - αιφνίδιος, εξακολουθώ, κοφτερός, κρατώ, μυτερός, κατακρατώ, ενδιαφερόμενος, ...
  • afiar στα ελληνικά - ξύνω, οξυδέρκεια, ακονίζω, στυφότητα, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ...
  • afiliar στα ελληνικά - προσχωρώ, προσκτώμαι, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά
Τυχαίες λέξεις
Afiançar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένταλμα, εχέγγυο, εγγύηση, αντίκρισμα, εγγυώμαι, διάσωσης, διάσωση, bail, αποφυλάκιση με εγγύηση