Ένταλμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ένταλμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abonar, afiançar, garantia, autorização, urdir, mandado, mandado de, mandato
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένταλμα
ένταλμα σύλληψης για κορυφαίο ηθοποιό μας που χρωστάει στο δημόσιο, ένταλμα πληρωμής υπόδειγμα, ένταλμα certiorari, ένταλμα προπληρωμής, ένταλμα συλλήψεως, ένταλμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ένταλμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ένοχος στα πορτογαλικά - culpável, culpa, culpado, culpados, culpada, culpadas
- ένσταση στα πορτογαλικά - objeção, objecção, oposição, objecções, excepção
- ένταξη στα πορτογαλικά - ascensão, adesão, a adesão, de adesão, da adesão
- ένταση στα πορτογαλικά - stress, tensão, intensidade, intensidade de, intensidade da, intensidade do, a intensidade
Τυχαίες λέξεις
Ένταλμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abonar, afiançar, garantia, autorização, urdir, mandado, mandado de, mandato
Μεταφράσεις: abonar, afiançar, garantia, autorização, urdir, mandado, mandado de, mandato