Alargamento στα ελληνικά
Μετάφραση: alargamento, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπεδος, διαμέρισμα, μεγέθυνση, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alar στα ελληνικά - ασανσέρ, ανεβαίνω, στοιχειώνω, ανάβω, αμπάρι, φωτερός, υψώνω, ...
- alaranjado στα ελληνικά - πορτοκάλι, πορτοκαλί, πορτοκαλιού, πορτοκαλιές, πορτοκαλί χρώμα
- alargar στα ελληνικά - πλαταίνω, φαρδαίνω, διευρύνω, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, enlarge, ...
- alarma στα ελληνικά - τρομάζω, συναγερμός, άγρυπνος, συναγερμού, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Alargamento στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπεδος, διαμέρισμα, μεγέθυνση, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης
Μεταφράσεις: επίπεδος, διαμέρισμα, μεγέθυνση, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης