Διαμέρισμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διαμέρισμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
igual, apartamento, plano, alargamento, chato, liso, chão, raso, aposentos, de Apartamento, apartamentos, Apartment, apartamento de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαμέρισμα
διαμέρισμα προς ενοικίαση λεμεσός, διαμέρισμα ενοικίαση βριλήσσια, διαμέρισμα προς πώληση θεσσαλονίκη, διαμέρισμα προς ενοικίαση, διαμέρισμα προς ενοικίαση θεσσαλονίκη, διαμέρισμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαμέρισμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διαμάχη στα πορτογαλικά - controvérsia, conflito, conflitos, de conflitos, o conflito, conflito de
- διαμένω στα πορτογαλικά - habitar, morar, interrupção, anão, viver, vivem, ao vivo, ...
- διαμέσου στα πορτογαλικά - pronto, através, pela, por, pelo, pelos, pelas, ...
- διαμέτρημα στα πορτογαλικά - calibre, caliber, de calibre, calibres, do calibre
Τυχαίες λέξεις
Διαμέρισμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: igual, apartamento, plano, alargamento, chato, liso, chão, raso, aposentos, de Apartamento, apartamentos, Apartment, apartamento de
Μεταφράσεις: igual, apartamento, plano, alargamento, chato, liso, chão, raso, aposentos, de Apartamento, apartamentos, Apartment, apartamento de