Alvorecer στα ελληνικά

Μετάφραση: alvorecer, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αύξηση, ορθώνομαι, αποτολμώ, ριψοκινδυνεύω, αυγή, αυξάνομαι, ανατέλλω, μέρα, διακυβεύω, την αυγή, αυγής, ξημερώματα, ξημέρωμα
Alvorecer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aluvião στα ελληνικά - πλημμυρίζω, πλημμύρες, κατακλυσμός, κατακλύζω, πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, ...
  • alvo στα ελληνικά - πορτοφόλι, αντιτείνω, στόχος, αντικειμενικός, δεξίωση, αποφασιστικότητα, γκολ, ...
  • alvoroço στα ελληνικά - φασαρία, κινώ, αναταραχή, ενόχληση, αναδεύω, κινούμαι, σάλος, ...
  • alçapão στα ελληνικά - παγίδα, παγιδεύω, καταπακτή, καταπακτές, καταπακτής, λεγόμενη λειτουργία της καταπακτής, πορτάκι
Τυχαίες λέξεις
Alvorecer στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αύξηση, ορθώνομαι, αποτολμώ, ριψοκινδυνεύω, αυγή, αυξάνομαι, ανατέλλω, μέρα, διακυβεύω, την αυγή, αυγής, ξημερώματα, ξημέρωμα