Αύξηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αύξηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amadurecer, encher, levantar, subir, acrescer, altear, aumento, aumentar, erguer-se, ascensão, alvorecer, aumentar a, aumentar o, aumentam
Αύξηση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αύξηση

αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, αύξηση μετοχικού κεφαλαίου πειραιώς, αύξηση βάρους, αύξηση μεταβολισμού, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αύξηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αόριστα στα πορτογαλικά - folgadamente, livremente, frouxamente, vagamente, Loosely
  • αύγουστος. στα πορτογαλικά - agosto
  • αύρα στα πορτογαλικά - brisa, brisa do, vento, brisa de, breeze
  • αύριο στα πορτογαλικά - túmulo, amanhã, hoje, de amanhã, futuro, amanhă
Τυχαίες λέξεις
Αύξηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: amadurecer, encher, levantar, subir, acrescer, altear, aumento, aumentar, erguer-se, ascensão, alvorecer, aumentar a, aumentar o, aumentam