Ανατέλλω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανατέλλω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amadurecer, alvorecer, ascensão, encher, erguer-se, aumentar, levantar, subir, anatello
Ανατέλλω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανατέλλω

θα ανατέλλω, ανατέλλω κλίση, κατάστημα ανατέλλω, αναστέλλω συνώνυμα, ανατέλλω ίλιον, ανατέλλω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανατέλλω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανασφαλής στα πορτογαλικά - inseguro, insegura, inseguros, insegurança, inseguras
  • ανασχηματισμός στα πορτογαλικά - reforma, reflexão, remodelação, remodelação do, reorganização, a remodelação, remodelação da
  • αναταραχή στα πορτογαλικά - agitação, alvoroço, desassossego, inquietação, distúrbios, instabilidade
  • ανατολή στα πορτογαλικά - leste, oriente, este, a leste, Oriente, east, do leste
Τυχαίες λέξεις
Ανατέλλω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: amadurecer, alvorecer, ascensão, encher, erguer-se, aumentar, levantar, subir, anatello