Μέρα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μέρα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amanhecer, dia, manhã, alvorecer, dia de, o dia, os dias
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέρα
ημέρα μουσείων, ημέρα της μητέρας, μέρα μεσημέρι, μέρα μέρωσε, μέρα μαγιού μου μίσεψες μέρα μαγιού σε χάνω, μέρα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μέρα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μέντα στα πορτογαλικά - ministério, hortelã, menta, mint, de hortelã, da hortelã
- μένω στα πορτογαλικά - estada, permanecer, escora, vivo, ficar, estar, pouco, ...
- μέριμνα στα πορτογαλικά - província, abastecimento, aprovisionar, preocupação, interesse, preocupações, a preocupação, ...
- μέρισμα στα πορτογαλικά - dividendo, dividendos, de dividendos, de dividendo, do dividendo
Τυχαίες λέξεις
Μέρα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: amanhecer, dia, manhã, alvorecer, dia de, o dia, os dias
Μεταφράσεις: amanhecer, dia, manhã, alvorecer, dia de, o dia, os dias