Amontoamento στα ελληνικά
Μετάφραση: amontoamento, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύναξη, συσσώρευση, συναρμολόγηση, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amo στα ελληνικά - αφέντης, ηγετικός, μετρ, αφεντικό, χαλάκι, δεξιοτέχνης, κύριος, ...
- amolar στα ελληνικά - είτε, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
- amontoar στα ελληνικά - αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, σωρός, σωρό, σωρού, στοίβα, πέλος
- amor στα ελληνικά - έρωτας, αγαπώ, αγάπη, αγαπούν, αγαπάτε, την αγάπη
Τυχαίες λέξεις
Amontoamento στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύναξη, συσσώρευση, συναρμολόγηση, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Μεταφράσεις: σύναξη, συσσώρευση, συναρμολόγηση, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση