Συρροή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συρροή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colecção, grupo, fartura, abundância, reunião, amontoamento, acumulação, afluxo, afflux, afluência, agrupamento de pessoas
Συρροή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συρροή

συρροή συντάξεων, συρροή συμβάσεων, συρροή νόμων, συρροή σσε, συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, συρροή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συρροή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συρρέω στα πορτογαλικά - nadar, juntar-se, gado, rebanho, flutuador, multidão, flutuar, ...
  • συρρικνώνομαι στα πορτογαλικά - agudo, dimensão, diminua, psiquiatra, encolher, encolhido, encolhida, ...
  • συρτάρι στα πορτογαλικά - gaveta, prolongar, gaveta de, de gaveta, gaveta do, gaveta da
  • συσκέπτομαι στα πορτογαλικά - parlamentar, conferir, comuna, município, comunidade, commune, comungar
Τυχαίες λέξεις
Συρροή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: colecção, grupo, fartura, abundância, reunião, amontoamento, acumulação, afluxo, afflux, afluência, agrupamento de pessoas