Συναρμολόγηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συναρμολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acumulação, amontoamento, grupo, colecção, reunião, apropriado, conveniente, montagem, encaixe, instalação
Συναρμολόγηση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναρμολόγηση

συναρμολόγηση παζλ, συναρμολόγηση ντουλάπας, συναρμολόγηση ποδηλάτου, συναρμολόγηση αυτοκινήτου, συναρμολόγηση pc, συναρμολόγηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συναρμολόγηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συναντώ στα πορτογαλικά - encontrar, encontro, codifique, achar, conheça, se encontram, encontram, ...
  • συναρμολογώ στα πορτογαλικά - monte, montar, confrontar, comparar, conferir, agrupar, cotejar
  • συναρπαστικός στα πορτογαλικά - emocionante, excitante, empolgante, interessante, emocionantes
  • συνασπισμός στα πορτογαλικά - aliança, folha, liga, coalizão, coligação, de coalizão, coalizão de
Τυχαίες λέξεις
Συναρμολόγηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acumulação, amontoamento, grupo, colecção, reunião, apropriado, conveniente, montagem, encaixe, instalação