Antílope στα ελληνικά
Μετάφραση: antílope, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιλόπη, αντιλόπης, αντιλόπες, αντιλοπών, αντιλόπης του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antigo στα ελληνικά - παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
- antropólogo στα ελληνικά - ανθρωπολόγος, ανθρωπολόγο, ανθρωπολόγου, ο ανθρωπολόγος, η ανθρωπολόγος
- anual στα ελληνικά - ετήσια, ετήσιος, ετήσιες, ετήσιο, ετήσιας
- anualmente στα ελληνικά - ετήσια, ετησίως, κάθε χρόνο, ετήσια βάση, σε ετήσια βάση
Τυχαίες λέξεις
Antílope στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιλόπη, αντιλόπης, αντιλόπες, αντιλοπών, αντιλόπης του
Μεταφράσεις: αντιλόπη, αντιλόπης, αντιλόπες, αντιλοπών, αντιλόπης του