Apoiar στα ελληνικά

Μετάφραση: apoiar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στήριγμα, υποστήριγμα, βοήθεια, συμπαράσταση, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Apoiar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aplicação στα ελληνικά - χρήση, αίτηση, εφαρμογή, προσήλωση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
  • aplicável στα ελληνικά - εφαρμόσιμος, ταιριαστός, εφαρμόζεται, ισχύουν, εφαρμόζονται, ισχύει, εφαρμοστέο
  • apoio στα ελληνικά - συμπαράσταση, υποστήριγμα, στήριγμα, βοήθεια, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, ...
  • apontamento στα ελληνικά - σημειώνω, τόνος, σχολιασμός, σημείωση, ατμόσφαιρα, υποσημείωση, σημείωμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Apoiar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στήριγμα, υποστήριγμα, βοήθεια, συμπαράσταση, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη