Aprovação στα ελληνικά
Μετάφραση: aprovação, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έγκριση, ευλογία, παραδοχή, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή
Μεταφράσεις
- apropriar στα ελληνικά - κατάλληλος, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, ιδιοκτησία, κυριότητα, ιδιοκτησίας, κυριότητας, ...
- aprovar στα ελληνικά - χειροκροτώ, κροτώ, επιδοκιμάζω, εγκρίνω, επευφημώ, εγκρίνει, εγκρίνουν, ...
- aproveitar στα ελληνικά - ανωφελής, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν
- aprovisionar στα ελληνικά - προμήθεια, μέριμνα, προκαλώ, πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Aprovação στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έγκριση, ευλογία, παραδοχή, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή
Μεταφράσεις: έγκριση, ευλογία, παραδοχή, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή