Έγκριση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: έγκριση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aprovação, aplauso, homologação, a aprovação, de aprovação, autorização
Έγκριση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έγκριση

έγκριση περιβαλλοντικών όρων, έγκριση αρχαιολογίας για οικοδομές, έγκριση κοινωνικού μερίσματος, έγκριση αίτησης κοινωνικού μερίσματος, έγκριση δόμησης, έγκριση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έγκριση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • έγκλημα στα πορτογαλικά - criminalidade, crimes, crime, o crime, a criminalidade
  • έγκλιση στα πορτογαλικά - humor, monumento, modo, ambiência, estado de espírito, clima, disposição
  • έγκυος στα πορτογαλικά - grávido, prefixo, grávida, gravida, grávidas, gravidez
  • έγκυρος στα πορτογαλικά - válido, válida, válidos, válidas, validade
Τυχαίες λέξεις
Έγκριση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aprovação, aplauso, homologação, a aprovação, de aprovação, autorização