Aproximar στα ελληνικά
Μετάφραση: aproximar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίπου, προσεγγίζω, μέθοδος, προσέγγιση, πλησιάζω, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, η προσέγγιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aproximadamente στα ελληνικά - για, περί, μερικοί, πρόχειρα, περίπου, μερικός, γύρω, ...
- aproximado στα ελληνικά - περίπου, κατά προσέγγιση, προσέγγιση, προσεγγιστική
- aproximação στα ελληνικά - προσεγγίζω, μέθοδος, πλησιάζω, προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, ...
- aproxime στα ελληνικά - περίπου, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Τυχαίες λέξεις
Aproximar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίπου, προσεγγίζω, μέθοδος, προσέγγιση, πλησιάζω, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, η προσέγγιση
Μεταφράσεις: περίπου, προσεγγίζω, μέθοδος, προσέγγιση, πλησιάζω, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, η προσέγγιση